- καπετάνια
- ητο πλοίο στο οποίο ήταν η έδρα τού αρχηγού τού στόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. capitania].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τρουπάκης — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Μάνης, η οποία είναι κλάδος των Παλαιολόγων του Μιστρά, γενάρχης της οποίας ήταν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος. Αυτός, εξαιτίας της καταγωγής του και των προσωπικών του ικανοτήτων, έγινε πρωτόγερος στην Ανδρούβιστα, με… … Dictionary of Greek